είργω

είργω
εἴργω και εἵργω (Α)
βλ. έργω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε-(F)εργω, με προθηματ. ε-) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer-g- «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία
πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και εἵργω (καθείργω), μέλλ. εἴρξω και εἵρξω, αόρ. ἔρξα (Οδ.), εἷρξα (Ηρόδ. κ.α.), παθ. αόρ. ἔρχθην (Ιλ.) και εἵρχθην, παρακμ. εἶργμαι (Ξενοφ.) και εἷργμαι (Αριστ.). Η δασύτητα ερμηνεύτηκε από τους τύπους τού μέλλ. και τού αορ., όπου έπειτα από το αρχικό F ακολουθούσε άηχο ρ σε περιβάλλον πριν από άηχο σύμφωνο, δηλ. ἑρκτ-, ερξ-. Στις άλλες ΙΕ γλώσσες δεν υπάρχουν ακριβείς αντίστοιχοι τύποι εκτός από αβεστ. ευκτ. v∂r∂z-yan «αυτοί θά 'πρεπε να αμπαρώσουν», λιθ. veržiu, veřžti «σφίγγω, περιορίζω, πιέζω», λατ. urgeō «πιέζω» και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι όμως αποκλίνουν σημασιολογικά.
ΠΑΡ. ειρκτή
αρχ.
ειργμός, είρξις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εἴργω — ἔργω 1 shut in pres subj act 1st sg (attic epic) ἔργω 1 shut in pres ind act 1st sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵργω — ἔργω 1 shut in pres subj act 1st sg (attic) ἔργω 1 shut in pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργμα — (I) ἔργμα, τὸ (Α) έργο, πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού αοριστικού θ. τού έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < *έργ σω, παρακμ. έ οργ α)]. (II) ἕργμα, τὸ (Α) φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ανείργω — ἀνείργω (Α) αναστέλλω, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είργω ή είργω, αττ. τ. του έργω «εμποδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • εργάθω — ἐργάθω και ἐργαθῶ, έω (Α) 1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν …   Dictionary of Greek

  • εφέργω — ἐφέργω (Α) 1. κατακρατώ, περιορίζω 2. (ειδ. για το νερό) εμποδίζω τη ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἔργω, επικ. τ. τού εἴργω / εἵργω «εγκλείω, περικλείω»] …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Bacchvs — BACCHVS, i, Gr. Βάκχος, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XVI.) 1 §. Namen. Diesen soll er, nach einigen, von βαχέω, ich heule, ich kreische, haben; Eustath. ap. Ludov Vivem ad Augustin. de C. D. lib. VI. c. 9. wogegen ihn andere von ἴακχος, und dieses wieder… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άερκτος — ἄερκτος, ον (Α) άφραχτος, ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + εἴργω (= εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω)] …   Dictionary of Greek

  • άφερκτος — ἄφερκτος, ον (Α) αποκλεισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + είργω «εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω» (πρβλ. άερκτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”